- ὑπεράριθμοι
- ὑπεράριθμοςsupernumerarymasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεράριθμος — η, ο / ὑπεράριθμος, ον, ΝΜ (για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που είναι πέρα από τον συνήθη ή τον απαραίτητο αριθμό, αυτός που πλεονάζει, παραπανήσιος (α. «υπεράριθμοι υπάλληλοι» β. «ὑπεράριθμοι σχολαρίων» Πρόκλ.) μσν. (για την Αγία Τριάδα) αυτός που… … Dictionary of Greek
αιρετός — ή, ό (Α αἱρετός, ή, ὸν) Α. [< αἱροῡμαι] 1. αυτός που εκλέγεται ή έχει εκλεγεί κατόπιν ψηφοφορίας (σε αντίθεση προς τον κληρωτό ή τον διορισμένο) 2. αυτός που αξίζει ή δικαιούται να εκλεγεί, ο εκλέξιμος αρχ. 1. αυτός που προτιμά κανείς,… … Dictionary of Greek
εκατόνταρχος — Αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού που διοικούσε μία εκατονταρχία (βλ. λ.). Διακριτικό σύμβολο των ε. ήταν ένα κλήμα αμπελιού. Οι καλύτεροι από αυτούς διορίζονταν διοικητές της πρώτης εκατονταρχίας της πρώτης κοόρτεως. Όσοι από τους ε. δεν ήταν… … Dictionary of Greek
παράζυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που έχει ζευχθεί μαζί με άλλον 2. (το αρσ. στον πληθ.) οι παράζυγες οι υπεράριθμοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ζυξ (< θ. ζυγ τού ζεύγνυμι, πρβλ. ζυγός), πρβλ. σύ ζυξ] … Dictionary of Greek
επιλογή, επαγγελματική — Διαδικασία, με σκοπό την κατάληψη ορισμένου αριθμού κενών θέσεων εργασίας από διαγωνιζόμενους κατά τεκμήριο ικανότερους, λόγω των συνολικών ατομικών προσόντων τους, και τον αποκλεισμό εκείνων που είτε είναι υπεράριθμοι είτε δεν κρίνονται ικανοί… … Dictionary of Greek
απολύω — όλυσα, ολύθηκα, ολυμένος 1. λύνω κάποιον από τη στρατιωτική του υποχρέωση, κρίνω μαθητή της τελευταίας τάξης σχολείου ότι τελείωσε με επιτυχία τις σπουδές του: Απολύθηκαν οι κληρωτοί της κλάσης 1995. 2. παύω υπάλληλο, εργάτη κτλ.: Απολύθηκαν ως… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)